Παραλίες εξωπραγματικές, ορεινά χωριά, στοιχειωμένα ακρωτήρια. Φημισμένα μαχαίρια, διάσημες βελονιές κι ακόμη πιο διάσημες φακές. Και μια φράση ενός γέροντα γραμμένη σε χασαπόχαρτο που ίσως να συμπυκνώνει τελικά όλη την ουσία.
Πευκούλια, Μύλος, Κάθισμα, Γιαλός, Εγκρεμνοί, Πόρτο Κατσίκι... Χρώματα στην πιο απόλυτη εκδοχή τους, σχεδόν φωσφορίζοντα, εκμηδενίζουν κάθε άλλη χρωματική πιθανότητα και μετατρέπουν σε χαρτοπόλεμο κάθε εξωτική καρτ ποστάλ.
Λευκά βράχια, πράσινα βουνά, μπλε νερά και κάτι άλικα ηλιοβασιλέματα -χτυπήματα κάτω από τη μέση- που σε λίγο θα σε κάνουν κομματάκια. Τι άλλο να ζητήσει κανείς, Θεέ μου;
Λευκά βράχια, πράσινα βουνά, μπλε νερά και κάτι άλικα ηλιοβασιλέματα -χτυπήματα κάτω από τη μέση- που σε λίγο θα σε κάνουν κομματάκια. Τι άλλο να ζητήσει κανείς, Θεέ μου;
Ανασυγκρότηση μήπως; Μαζεύεις τα κομμάτια σου όπως όπως και σκαρφαλώνεις στα ορεινά. Πάνω από την κατακρημνισμένη, την καταβραβευμένη, την κατάμεστη, την κατάφωρα όμορφη δυτική ακτογραμμή της Λευκάδας, γράφεται μια άλλη λευκαδίτικη ιστορία που σε συνεφέρνει...
Κάνει την κάψα δροσιά· στα φαράγγια, στα πυκνόφυτα βουνά, κάτω από τους κορμούς των ελιών, ή των πλατάνων στις πλατείες των χωριών. Ανταλλάσσει την ανωνυμία με τη φροντίδα· σε καφενεδάκια απόρθητα από τον τουρισμό, σε λουλουδιασμένες αυλές με γελαστούς νοικοκυραίους, στα χωράφια της φακής και στις πλαγιές με τις αμέτρητες ξερολιθιές που αγκαλιάζουν τ' αμπέλια.
Αρωμα καλοκαιρινό
Δεν είναι ψέμα, μύθος, διαφημιστικό τερτίπι. Δεν είναι καν υπερβολή. Η δυτική ακτογραμμή της Λευκάδας, με τα λεύκα μισοφέγγαρα, τουλάχιστον ενός χιλιομέτρου το καθένα, στις ρίζες θεόρατων γκρεμών, είναι μια απέραντη παραλία.
Ποιος τα έβγαλε τόσα, αλήθεια; Εσύ πάντως με τη γλώσσα έξω αδύνατον να τα μετρήσεις. Αν δεν μπορείς και να τα περπατήσεις, υπάρχουν και τα καραβάκια από το Νυδρί, τη Βασιλική ή τον Αγιο Νικήτα που κάνουν στάση στις περισσότερες. Πάνω από το λευκό θαύμα, στις πλαγιές των βουνών η βλάστηση είναι τόσο πυκνή, που όταν τα σπίτια ενός οικισμού εμφανιστούν μπροστά σου σχεδόν τρομάζει.
Θα σου συμβεί αρκετές φορές: Δρυμώνας, Εξάνθεια, Καλαμίτσι (οι παραλίες Αβάλι και Καβαλικευτά είναι υπέροχες και πιο ήσυχες από τις γύρω σταρ), Χορτάτα, Κομήλιο, Δράγανο, Αθάνι κρέμονται στις πλαγιές, απολαμβάνουν απεριόριστη θέα προς το πέλαγος και προσφέρουν απλόχερα δροσιά και όμορφους περιπάτους σε στενοσόκακα με ωραία χαμηλά και ενισχυμένα για τους σεισμούς σπίτια.
Μοναδικός παραλιακός οικισμός ο Αγιος Νικήτας στα βορειοδυτικά, όπου το ελληνικό καλοκαίρι, το φτιαγμένο με τα πιο απλά υλικά, εκτιμάται δεόντως από ξένους και Ελληνες επισκέπτες. Το χταπόδι που ψήνεται στα κάρβουνα, τα πλαστικά φτυαράκια μισοβυθισμένα στα βότσαλα, οι βάρκες και τα φουσκωτά που λικνίζονται στον κόλπο, τα γέλια που υψώνονται πάνω από τον αμφιθεατρικά χτισμένο διατηρημένο οικισμό, τα «βγες πιο έξω να πατώνεις» και τα «πιάσε άλλη μια παγωμένη», ο ρεμβασμός στο καφέ με τις πολυεθνικές μουσικές: ένα απόλυτα υγιές παζλ του οποίου θες να γίνεις κομμάτι, αν όχι για πάντα, τουλάχιστον για όσο κρατάει το καλοκαίρι. Να τα μας... Αρχισε πάλι!
Μπαίνεις στο Κάβαλλο με επαναστατικό αέρα κι έτοιμος να πάρεις όλες τις απαντήσεις. Η μυρωδιά από τις σούβλες του κυρ Βαγγέλη Κοντομίχη σε αποστομώνει και η επανάσταση πνίγεται στο βερτζαμί, το φημισμένο ντόπιο κρασί. Χρόνια τώρα, κάθε Κυριακή ψήνει κοντοσούβλι, σπληνάντερο, φριγαδέλι (συκώτι τυλιγμένο σε μπόλια), και το κόβει στο ετοιμόρροπο τραπεζάκι του για τους περαστικούς και τους θαμώνες του καφενείου, έτσι, «δώσε-πάρε επιτόπου» γιατί «αφτί ήνε η αγάπη», όπως αναγράφει σ' ένα κομμάτι χαρτί εν είδει πινακίδας.
«Αλλος τις μπίρες κι άλλος τα ψητά» λένε και σε καθίζουν στο καφενείο, ανάμεσά τους. «Ε, τώρα ντροπή, ακούρευτος, αξύριστος να καθίσω μαζί σας» λες, γιατί ξέρεις πως δύσκολα θα ξεκολλήσεις από εδώ... Μη σκας, ο Στάθης Λιβιτσάνος, ο καφετζής, θα αλλάξει ρούχα και ιδιότητα στο άψε σβήσε και θα επιμεληθεί την εμφάνισή σου. «Αυτός τα κάνει όλα για όλους» σου λένε οι χωριανοί κι όταν πια σ' αποχαιρετούν και με ένα «viva la libertad!» ξέρεις με βεβαιότητα πως θα 'χετε καλή αντάμωση.
Λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό, στέκεσαι δύσπιστος μπρος στην ξύλινη αψίδα που οδηγεί στο φαράγγι της Μέλισσας. Πέτρινα και ξύλινα γεφυράκια, ερειπωμένοι νερόμυλοι και μια οργιαστική βλάστηση σε εισάγουν σε έναν παραμυθένιο κόσμο, μα ύστερα από τέτοιο φαγοπότι πού να περπατήσεις 30 λεπτά ως το Κακό Λαγκάδι!
Λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό, στέκεσαι δύσπιστος μπρος στην ξύλινη αψίδα που οδηγεί στο φαράγγι της Μέλισσας. Πέτρινα και ξύλινα γεφυράκια, ερειπωμένοι νερόμυλοι και μια οργιαστική βλάστηση σε εισάγουν σε έναν παραμυθένιο κόσμο, μα ύστερα από τέτοιο φαγοπότι πού να περπατήσεις 30 λεπτά ως το Κακό Λαγκάδι!
Βελονιές και τέντζερες
Χτισμένη πάνω από το εύφορο Λιβάδι με τη λιμνοδεξαμενή και το εγκαταλειμμένο ιστορικό μοναστήρι του Αϊ-Γιάννη του Προδρόμου, η Καρυά σε καλοδέχεται με τσιρίδες. Ενα τσούρμο παιδιά είναι που παίζουν στη μεγάλη πλατεία, επιβεβαιώνοντας τις φήμες που θέλουν το χωριό, των 800 πάνω κάτω κατοίκων, το μεγαλύτερο και πιο ζωντανό της Λευκάδας.
Εξω από το λαογραφικό μουσείο αφήνεις τους παππούδες στην ησυχία τους. Εφτασες στον σωστό χώρο. Καφασοβελονιά, πλακέ, σταυρογάζι... Σχέδια σε κούπα, ψαράγκαθο, ρόδες, σφραγίδα… Ολα τα βλέπεις εδώ, σε παλιές φωτογραφίες και γνήσια κεντήματα της Μαρίας Σταύρακα, της «Κουτσοχέρως», η οποία εμπνεύστηκε και δίδαξε την ιδιαίτερη τεχνική (με ένα χέρι) στα κορίτσια του χωριού.
Προσπαθούν να πείσουν και να γεμίσουν την αντιφολκλορική σου συνείδηση με συρτούς χορούς, με «τέντζερες» που μεταφέρονται στο κεφάλι και ακριβές φορεσιές με τσιμπέδες και χρυσοκέντητα φέσια. Αποψη δεν γίνεται να έχεις. Εχεις όμως καλή πίστη και υπόσχεσαι να ξανάρθεις τον Αύγουστο. Σε λίγο θα σε πάρει και η μυρωδιά: Η Καρυά φημίζεται για τις σούβλες της.
Οταν η φακή έχει όνομα
Το ορεινότερο χωριό της Λευκάδας είναι η Εγκλουβή. Κι από τα ωραιότερα, επίσης. Είναι αυτή που παράγει τις διάσημες, βραβευμένες φακές. Ελάχιστα βήματα διασταυρώνονται με τα δικά σου – που να 'ναι όλοι οι Γκλουβισάνοι μεσημεριάτικα; Στα χωράφια όλη μέρα σχεδόν. Πάνω από το χωριό στο οροπέδιο του Αγίου Δονάτου, στα 950 υψόμετρο, «βοτανίζουν» τέτοια εποχή τις φακές τους, τις ωραιότερες της Ελλάδας.
Μα και τον μισό χρόνο του έτους μ' αυτές ασχολούνται. «Είναι που δε θέλουν πότισμα, ό,τι βρέξει… Κι ούτε χημικά, ούτε τίποτε» λέει ο καλλιεργητής Μαρίνος Κοντοπρίας, μα μια γυναίκα θα ξέρει καλύτερα… «Το καλό προϊόν και το νερό είναι που κάνουν τη διαφορά στο βράσιμο και στη γεύση» λέει η κυρία Κούρτη. Ε, δεν μπορεί, κυρία Λούλα μου, θα 'ναι και η τοπική συνταγή!
Δεν θα το δεχτεί, μα θα τη δοκιμάσεις στο πανηγύρι της... φακής, τον Αύγουστο, που γίνεται για χάρη του Αγίου Δονάτου, στο εκκλησάκι του. Μέχρι τότε έχεις καιρό να μετρήσεις πλάι του τα εν λειτουργία πηγάδια και κυρίως να χωθείς στα βάτα για να ανακαλύψεις τα δεκάδες αλώνια και τους περίφημους βόλτους, τα πρωτότυπα θολωτά κτίσματα, που χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη προϊόντων και ζώων κατά τη συγκομιδή και το αλώνισμα της φακής, αλλά και… ανθρώπων, επαναστατών και ανταρτών.
Εχοντας χορτάσει θέα μέσω της ορεινής διαδρομής στην Ελάτη, και έχοντας πειστεί πως οι Λευκαδίτες «αμπελουργούν» ακόμη, τρυπώνεις στον καφενέ του Αγίου Ηλία και οι λιγοστοί γέροντες σου ψιθυρίζουν πως ναι, πέτυχες διάνα, εδώ βρίσκεται ένας από τους τελευταίους μαχαιροποιούς της Λευκάδας, ο Σπύρος Αργυρός!
Τα χαϊδεύεις απαλά γιατί ξυρίζουν, φυλάς ένα στον κόρφο σου, αχρείαστο να 'ναι, και κατηφορίζεις προς νότο. Κάποτε φτάνεις στη Βασιλική. Το ψαροχώρι και νότιο λιμάνι του νησιού έχει εξελιχθεί σε δημοφιλές θέρετρο και σε μία από τις καλύτερες παραλίες του κόσμου για σερφ, χάρη στους θερμικούς ανέμους της.
Οι θρύλοι μπλέκονται στο μυαλό σου: Εδώ τοποθετείται η «Λευκάς Πέτρη», το θρυλικό ομηρικό πέρασμα, εδώ υπήρχε ιερό του Απόλλωνα όπου λάμβαναν χώρα ανθρωποθυσίες, από εδώ κατακρημνίζονταν εγκληματίες, ιερείς ή πιστοί για εξαγνισμό και γκρεμίζονταν εκούσια όσοι ήθελαν να λυτρωθούν από τον χωρίς ανταπόκριση έρωτα, σαν τη Σαπφώ που πήδηξε στα βράχια με τον καημό του Φάωνα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου