Leukadia petrin

Leukadia petrin

Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Η Λευκάδα κι η Αβάνα!

Ημερολόγιο – τουρνέ για όσους εκτός από τα classics αναζητούν το άλλο Ιόνιο

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΣΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
24.05.2016 - 16:01

Είναι νησί, αλλά και δεν είναι, θέλω να πω ήταν παλιά, πριν η Λευκάδα ενωθεί με τη στεριά και η πρόσβαση από τη Θεσσαλονίκη γίνει ένα χαλαρό τετράωρο ταξιδάκι με το αυτοκίνητο. Τότε δηλαδή που περνούσες Καστανιά, Κατάρα, το Άκτιο με πλοίο και έφτανες στο νησί με πλάβες που τις ρυμουλκούσαν με αλυσίδες. Όχι τώρα που τη φτάνεις εύκολα, γρήγορα και... α-θάλασσα, ασφαλτόστρωτα, αααβάδιστα, α, να, μπήκαμε, πανεύκολο! Επτάνησα, ευλογημένα και υμνημένα, Λευκάδα με τα γιοτ και τους Δανούς συνταξιούχους να τη χαίρονται πρώτοι από όλους, έτσι όπως παρκάρουν στη μαρίνα της τα κότερά τους στοκάροντας ήλιο και πρώτες γλυκές μέρες ιαματικού θέρους. Αισθήσεων, σωμάτων, πνεύματος και... πάσης Λευκάδος.



Λευκάδα με τις κοσμολάλητες παραλίες Εγκρεμνοί και Πόρτο Κατσίκι, Άγιος Νικήτας και Κάθισμα, Λευκάδα με τα σαλάμια τα διάσημα και τα λουκάνικα τα ξακουστά, με το σπίτι όπου τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε εδώ στα λιβάδια τρέχοντας και αλαλάζοντας σε συνθήκη ημιπαραφροσύνης ο Άγγελος Σικελιανός μου. Λευκάδα με το Νυδρί και τις ιστορίες για τον Ωνάση, την Τζάκι, τη Χριστίνα, τον Σκορπιό και τον Ρώσο μεγιστάνα απέναντι, μόνο που, σόρι, αυτό το ταξιδιωτικό κομμάτι δεν θέλω να είναι μια από τα ίδια. Γιατί η ομορφιά και το αδιαφιλονίκητο κοσμοπολίτικο στίγμα και πρόσωπο της Λευκάδας, τούτης της ευλογημένης νήσου, -πολλάκις κι όχι… Πολάκης- έχει υμνηθεί. Έχει καταγραφεί, φωτογραφηθεί, έχει σκοράρει στα πιο μεγάλα περιοδικά και site του πλανήτη. Όχι. Το ρεπορτάζ τούτο θέλει να ξεφύγει από τα τετριμμένα και να σε βάλει πιο μέσα. Στα «ενδότερα» μιας Λευκάδας, που για να τα ζήσεις πρέπει να έχεις ξεναγό τσακάλι, γιο του ανέμου, φίλο καρδιακό που σε περιμένει στην παραλία του Αγίου Ιωάννη. Και σε νουθετεί γλυκά.



«Εδώ θα μείνεις, στην άγρια πλευρά, που ακόμα δεν την τουριστικοποίησε τόσο πολύ η ανάπτυξη και περιμένει τις φυλές των σερφάδων και των kiteάδων να σηκώσουν πανιά και να σμιλέψουν τα άγρια κύματα». Του Γιάννη Πάσχου, του ακριβού ανθρώπου, τις εντολές δεν παρέβην και στο ξενοδοχείο «St. Giovanni», με 45 ευρώ παρακαλώ, σε σουιτάρα θεάρα και με θεάρα καταλύσαμε. Ναι. Πανέμορφη, πουπουλενιοκρεβατούσα και πάμφθηνη για τα κομφόρ και τις ανέσεις που μας χάρισε. Στον Άγιο Ιωάννη.





Κι ύστερα αμοληθήκαμε στο νησί. Σ' ένα τρελό σιρκουί που κυνηγούσε ιστορίες, γεύσεις, ανθρώπους, στέκια, μουσικές, τσίπουρα και διαδρομές σπάνιες. Μη τουριστικές, μα γοητευτικές συνάμα. Συναπαντήματα με μια Λευκάδα που μιας και καλοκαίρι καταφθάνει, σας προκαλώ και προσκαλώ να τις ζήσετε και να τις χαρείτε. Μιας Χώρας και μερικών διαδρομών που πολιτισμός είναι οι άνθρωποι, ντόπιοι αλλά και ντεσπεράντος που εδώ βρήκαν μια γη να στήσουν καταφύγια και στέκια, διηγούμενοι καθημερινά, με όποια «γλώσσα» κατέχει ο καθένας τους την προσωπική του ιστορία, δημιουργικά και ωραία - πολλά λες, πάμε Λυγιά!



Τι μέρος, τι τύπος, τι ψαρόσουπα και τι γεύσεις. «Αυτά που θα σας φτιάξω τα μαγείρεψα στον Σπίλμπεργκ και τον Κάρολο της Αγγλίας μια νύχτα του 2006. Για πρώτα γόνους, χταπόδι ψητό, ψαροσαλάτα, βραστά ζαρζαβατικά από το μποστάνι μου και μετά ψαρόσουπα με ροφό και ούζο ντόπιο από τον Φραγκούλη. Εντάξει;» Μόνο εντάξει; Όρμα, φέρε κι άσε με να σε αποθεώσω, ω Ξούρα, που τα χελιδονάκια τα άφησες μέσα στο μαγαζί να χτίσουν τις φωλιές τους κι ανάθεμα αν σ' όλο το σύμπαν υπάρχει ψαρόσουπα με τέτοια γεύση σαν της δικής σου.



Ναι, είναι μάγος ο τύπος, και σε τούτο το ταβερνάκι δίπλα στο κύμα μέθεξη γεύσεων συντελέστηκε και ιστορίες πολλές ακούστηκαν, πήρε τα γέλια μας η θάλασσα απέναντι κι ευτυχώς που ούρλιαζαν πιο δυνατά από εμάς η βροχή κι ο άνεμος, αλλιώς θα γινόμασταν βούκινο. Τυπάρα ο Ξούρας, ταξιδεμένος και υδρογειογυρισμένος, ως το Ρίο Ντε Τζανέιρο έφτασαν η χάρη του και τα νιάτα του, μέχρι να επιστρέψει πάλι εδώ, να ανοίξει το «ευαγές» και τις νύχτες, 27 χρόνια τώρα, να μαντεύει τον καιρό καλύτερα και από την κυρία Σούζη. Και η κουζίνα του ποιότητα πρώτη, ψάρια λαχταριστά δέκα νταν, όπως λέγαμε και στα παλιά καράτε. Ελάτε, φίλοι, φέρτε φίλο και το φετινό το θέρος πλοκάμια και αρίδες απλώστε και γλεντήσετε παρέα με τον άνθρωπο αυτό, τις χύτρες, τις κουτάλες και τα σένια του. Γκαραντί απόλαυση και... γεια μας.





Λευκάδα η Ινδονησία του Ιονίου, ως λένε και οι φανατικοί της, καθώς συμπλέγματα από άμμους, στεριές, λιμνοθάλασσες και βράχους συνομολογούν εκτάσεις και εκστατικές νησίδες, όπου όλα μετεωρίζονται και μαρτυρούν ιερότητα της φύσης και του κάλλους. Όμως πριν σε πάω βόλτα στο επόμενο σποτ, να σου υπενθυμίσω πως εδώ γεννήθηκε ο Λευκάδιος Χερν, τούτο το τέκνο που η μυθιστορηματική ζωή του έγινε θέμα βιβλίων και ταινιών, δοξάστηκε αλλά και έγινε αφορμή για να αδελφοποιηθεί η Λευκάδα με την πόλη Shinjuku της Ιαπωνίας.



Χανόμαστε στα στενά της Χώρας. Ψάχνουμε κάπου να αράξουμε. Το βρίσκουμε. Μπαράκι μικρό και κούτσικο, μια σταλιά στο μέγεθος, μα τόσο μεγάλο στο τρατάρισμα γλυκών και στο φτιάξιμο μεθυστικών ντάκιρι. Ναι, ενθουσιάστηκα στο «One Red Dot», με τα γλαστρόνια αλλά και το μπανόφι του, λουσμένο με αρώματα σοκολάτας και μπανάνας, έτσι όπως συνόδευε τα κοκτέιλ μας. Να είναι που η κυρά του είναι Γιαννιώτισσα, άρα μανούλα στη ζαχαροπλαστική, να είναι η διακόσμηση, η καλαισθησία, το υπαιθριακό του σικ, όλα συντελούν στον θαυμασμό. Τσίζκεϊκ και σπανακόπιτες, μοχίτο και πουτίγκες αμυγδάλου με ζαχαρωμένες βιολέτες και τριαντάφυλλα, καφέδες και μαρτίνια με τούρτες λεμονάτες αλλά και λεμονάδες σπιτικές, τραπεζάκια έξω και μια Λευκάδα αστροφωτισμένη πάνω από το κεφάλι σου, να σου στέλνει σήματα, πως η ζωή έτσι πρέπει να βιώνεται το καλοκαίρι. Το ερωτεύτηκα.







Και μετά, έπεσε η ιδέα για τη συνέχεια. Και από το Ιόνιο έπιασα Κούβα σε δέκα βήματα. Μα τον Θεό και τον Κουμπάι Σεκούντο σου λέω!



Ο Ρενέ και η Δέσποινα, η Δέσποινα και ο Ρενέ, εκείνος Κουβανός της διασποράς, μουσικός τεράστιος με την μπάντα του να τον περιμένει στη Ρώμη, εκείνη εξοικειωμένη επίσης με τον κοσμοπολιτισμό, ένεκα Βελγίου, όπου έζησε και φοιτώντας στις καλόγριες έμαθε να παίζει τον πολυπολιτισμό στα δάχτυλα. Οι δυο τους, ναι, έστησαν το καλύτερο λάτιν Καρίμπιαν μπαρ της Μεσογείου, πίστεψέ με. Κι αν όχι έμενα τον υπερενθουσιώδη ταξιδιώτη, πίστεψε το World's Best Bars που έχρισε το Havana cafe Bar ως το πιο «authentic with a capital A, head spinning experience, true Cuban experience» και άλλα τέτοια δοξαστικά. Διονυσιακό, φωτισμένο εξωτικά και παραδείσια, με απίστευτες ποικιλίες από ρούμια εκτός ελληνικού εμπορίου, μελιστάλαχτα, ελιξιριακά και νεκταρούχα, διακοσμημένο με υπέρτατες φωτογραφικές στιγμές από τη μουσική καριέρα του Rene Soler Pedraza που ο ήχος του στην κιθάρα σ' αφήνει άφωνο, το «Havana cafe bar» μού χάρισε μια νύχτα σπάνια, βραδιά σκέτος αντικατοπτρισμός και Βαραδέρο και Σαντιάγκο ντε Κούβα με Λευκάδα γωνία.



Το ένα ρούμι έφερνε το άλλο και η μια σάλσα την άλλη και οι ιστορίες για τον Ry Cooder και τη Σίλια Κρουζ και τον Τίτο Πουέντε μας κράτησαν μέχρι το πρωί. Απίστευτοι τύποι η Δέσποινα κι ο Ρενέ, απίστευτο που στη Λευκάδα ζω ένα τροπικό καλοκαίρι οριτζινάλε, μα έτσι είναι: το «Havana cafe bar» είναι το καλύτερο σποτ ανατολικά του Παρισιού και δυτικά της Κωνσταντινούπολης, νότια του Ελσίνκι και βόρεια των Χανίων. Ευλογημένοι να είστε, φίλοι μου.





Αμμόλοφοι, χαλασμένοι ανεμόμυλοι, ιχθυοκαλλιέργειες, τροχόσπιτα και πανσιόν, μικροί οικισμοί και αέρας ιδανικός για «εξτρεμιστικά» σπορ, παραλία τεράστια για περπάτημα και συλλογισμούς. Βουνό πράσινο και νερά γαλαζοαίματα, πίσω στον Άγιο Ιωάννη, κουλτούρα beach διαφορετική από τις τουριστίκ, που καλές είναι, μα καλό είναι επίσης ο άνθρωπος του ελληνικού καλοκαιριού να φεύγει και λίγο παραπέρα από τα ευκόλως προσφερόμενα. Να επιδιώκει το κάτι παραπάνω, το πιο αγνό κι ακόμα άγριο, αυτό που το κατέχει ακόμα έστω διαφυλάσσοντάς το με νύχια και με κύματα ο Άγιος Ιωάννης. 

Επόμενη μέρα. «Θα σε πάω στης “Γωγώς”, για τσιπουράκια», δίνει όρντινο ο ξεναγός και στο τσακαπίκο πιάνουμε πεζόδρομο. Εδώ που η Λευκάδα ψωνίζει ρούχα και έπιπλα διακόσμησης, κανονική shopping area, διάστικτη από καφέ και είδη εμπορίου, εστιατόρια και μάσκες κατάδυσης, «Γωγώ», φτάσαμε. Μεζεδοπωλείο εκλεκτό και κρασάκι πρώτο. Χαλούμια κολυμπητά σε χυμένες και λιωμένες ντομάτες, ομελέτες φούρνου και ξακουστά λευκαδίτικα λουκάνικα που την «ακούς» από τη μεστή γεύση. Και στους τοίχους κονσέρβες ντοματοχυμών και φυτίνες και τύροι τελεμέδες σε συσκευασίες vintage. Τέσσερα άτομα, 44 ευρώ, για να μη λες πως σε πάω εκεί που θα ξοδέψεις ένα κάρο. Τρόπο και τιπς θέλει η Λευκάδα, αυτά σου δίνω και ζωή σαν πριγκιπική τουρ σου κάνω.







Ξέχασα να σου γράψω περί χρόνου: Παρασκευή στις επτά το απόγευμα ήρθαμε από Θεσσαλονίκη και ως εδώ, σε όλα τούτα που μας συμβαίνουν, ο χρόνος δείχνει Σάββατο βράδυ. Εύκολο νησί, διακτινίζεσαι στα ενδότερα και ξαναεπιστρέφεις στη Χώρα, μπαίνεις, βγαίνεις, βολτάρεις και καλοπερνάς, αλλά το ξαναγράφω: είναι που έχεις ξεναγούς λοκάλια. Έτσι κλείνει αυτή η υπερμεγέθης ταξιδιωτική καρτ ποστάλ, χρήσιμη για όσους θέλουν να γευτούν μιαν άλλη Λευκάδα. Άντε, καλό καλοκαίρι, παιδιά!




http://www.athensvoice.gr/li

Τόποι φυλάκισης και εξορίας λευκαδιτών πολιτικών κρατουμένων: Στρατόπεδο και Φυλακές Ζακύνθου


Ξεκινάμε, αρχής γενομένης από σήμερα, με το στρατόπεδο και τις φυλακές της Ζακύνθου, μια σειρά για τους τόπους φυλάκισης και εξορίας των Λευκαδιτών πολιτικών κρατουμένων την περίοδο 1946 και μετέπειτα.

Οι φυλακές της Ζακύνθου το 1953

Εκατοντάδες ήταν οι λευκαδίτες κομμουνιστές και κομμουνίστριες «που θα μπορούσαν με μια υπογραφή να έχουν αποφύγει τα βασανιστήρια, τις στερήσεις, το θάνατο. Μα έβαλαν το «εμείς» πάνω από το «εγώ», το συμφέρον της εργατικής τάξης και του λαού πάνω από το δικό τους το ατομικό. Πάνω από τον εαυτό τους έβαλαν τη δυστυχία των πολλών και το χρέος της αλύγιστης στάσης στον αγώνα κατά της κοινωνικής αδικίας».

Βαυκερίτισσες (από το χωριό Βαυκερή Λευκάδας) στην εξορία στη Ζάκυνθο το 1948. Από δεξιά στα αριστερά: 1. Ξένη Καραμποΐκη (Καλοκαίρη) 2. Παινιώ Σ. Θερμού (Παπά) 3. Όλγα Β. Κούρτη (Καφέ) 4. Γιαννούλα Κονιδάρη (Γεραμούλη) 5. Ελευθερία Αλέκου Κονιδάρη 6. Κυριακούλα Ρήγα Βρεττού 7. Νίνα Αλέκου Κονιδάρη. Όλες μέλη του ΚΚΕ

Στα χρόνια 1946-1949 καθώς και μετέπειτα στη Ζάκυνθο εξορίστηκαν και φυλακίστηκαν εκατοντάδες κομμουνιστές και κομμουνίστριες. Στις αρχές του ΄47, οι εξόριστοι ξεπερνούσαν τους 300. Μεταξύ αυτών βρίσκονταν 20 αγόρια, 26 κορίτσια, 5 μωρά παιδιά καθώς και πολλοί Λευκαδίτες.

Λευκαδίτες εξόριστοι στη Ζάκυνθο 1947: Άγγελος Φραγκούλης, Ντίνος Γεωργαλής, Τάκης Χατζηδημητρίου, Κώστας Μουσούρης, Κώστας Καλυβιώτης, Νίκος Πολίτης, Τάκης Γαζής, Ασπασία Λουπέτη (επισκέπτρια), Θοδωρής Βερροιώτης, Κώστας Σκλαβεντίτης (Κοκορδής), Χρήστος Βλάχος, Ιωσήφ Σκλαβενίτης, Θεώνη Μουσούρη (επισκέπτρια), Νίκος Μαλακάσης (Μπαλωμένος), Χρήστος Κοψιδάς (Μελτίνος)

Ομάδα Λευκαδιτών στη Ζάκυνθο. Πάσχα του 1948. Ανάμεσά τους γυναίκες με την παραδοσιακή λευκαδίτικη φορεσιά

Λευκαδίτες πολιτικοί κρατούμενοι στο στρατόπεδο της Ζακύνθου το 1947. Διακρίνεται δεξιά, καθιστός ο παλαίμαχος αγωνιστής Σταθιός

Λευκαδίτες αγωνιστές στο στρατόπεδο Ζακύνθου το 1948

Λευκαδίτες εξόριστοι στο στρατόπεδο της Ζακύνθου το 1947

Λευκαδίτες αγωνιστές στο στρατόπεδο της Ζακύνθου το 1947

Λευκαδίτες πολιτικοί κρατούμενοι στο στρατόπεδο της Ζακύνθου το 1947. Πλένουν τα ρούχα τους. Ο τρίτος από αριστερά είναι ο γιατρός Ξενοφώντας Γρηγόρης

Παράλληλα, πολλοί αγωνιστές κλείστηκαν και στις φυλακές του νησιού, οι οποίες καταστράφηκαν με το μεγάλο σεισμό του 1953. Ανάμεσά τους, δεκάδες ΕΠΟΝίτες, οι οποίοι, σε επιστολή τους στον Ριζοσπάστη, τον Αύγουστο του ΄47 έγραφαν:

«Όλες μας οι ώρες είναι δοσμένες σε μια μεγάλη προσπάθεια για την καλυτέρευσή μας […] Έχουμε Σχολή αγραμμέτων και προχωρημένων. Σχολή για όλους τους ΕΠΟΝίτες με μαθήματα από τον αγώνα της οργάνωσής μας και με διάφορα ζητήματα της νεολαίας. Επίσης κάνουμε και μια διάλεξη τη βδομάδα με θέματα για τους νέους. Ακόμα έχουμε σχολή στελεχών […]



Λειτουργεί Σχολή θεάτρου και απαγγελίας. Έχουμε κεντρικό θέατρο που παίζει κάθε Κυριακή για όλους τους κρατούμενους σε κεντρικό θάλαμο […] Έτσι καλυτερεύουμε τη ζωή μας και διαπαιδαγωγούμε το χαρακτήρα μας. Παράλληλα ζούμε όλες τις εκδηλώσεις της ομάδας συμβίωσης (σχολές, γιορτές, λαϊκή διαφώτιση κ.λπ. […] Και γενικά δεν αφήνουμε ευκαιρία ανεκμετάλλευτη για το καλό του αγώνα μας».

Η ΟΣΠΕ (Ομάδα Συμβίωσης Πολιτικών Εξορίστων) Ζακύνθου, τον Γενάρη του ΄47 άρχισε να εκδίδει τη χειρόγραφη εφημερία Ο Εξόριστος κάθε 15 μέρες.

Λευκαδίτες πολιτικοί κρατούμενοι στο στρατόπεδο της Ζακύνθου το 1947. Στη μέση στη δεύτερη σειρά διακρίνεται ο γιατρός Ξενοφώντας Γρηγόρης

Στη φυλακή, την περίοδο 1946-1948, οι νεολαίοι πολιτικοί κρατούμενοι έβγαζαν την εφημερίδα Δεσμώτης ΕΠΟΝίτης. Η εφημερίδα έβγαινε αρχικά κάθε βδομάδα, στη συνέχεια ανά 15 μέρες και μετά μηνιαία. Η περιοδικότητά της καθορίζονταν από διάφορους παράγοντες, με κυριότερο τα τρομοκρατικά μέτρα που κάθε φορά έπαιρνε σε βάρος των κρτατουμένων η διεύθυνση της φυλακής. Η εφημερίδα κυκλοφορούσε σε όλους τους θαλάμους της φυλακής, όχι όμως σε αντίγραφα καρμπόν. Σε κάθε θάλαμο γράφονταν ξεχωριστά από την αρχή ως το τέλος.


Ο Εξόριστος, δεκαπενθήμερο όργανο της Ομάδας Συμβίωσης Πολιτικών Εξορίστων (ΟΣΠΕ) Ζακύνθου

Πηγή: Εφημερίδες από τις φυλακές και τις εξορίες, Έκδοση του ΚΣ της ΚΝΕ, Αθήνα 2015

(Οι περισσότερες φωτογραφίες και λεζάντες των φωτογραφιών είναι από το βιβλίο του Πανταζή Ν. Παπαδάτου, Ήρωες και Μάρτυρες της Λευκάδας, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1982. Η λεζάντα με τα ονόματα της τρίτης στη σειρά φωτογραφίας είναι από το Μουσείο Πολιτικών Κρατουμένων των Φυλακών Λευκάδας).

http://www.kolivas.de/archives/236448

Δευτέρα 17 Απριλίου 2017

Κωστής Παλαμάς – Ο πιο τρανός καημός μου





Εισαγωγή


Ο Κωστής Παλαμάς ( 13 Ιανουαρίου 1859 – 27 Φεβρουαρίου 1943) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές και πνευματικούς ανθρώπους στην Ελλάδα. Το έργο του Κ. Παλαμά θεωρείται ότι συνέβαλλε αισθητά στην ανανέωση της ελληνικής ποίησης.



Ο Κωστής Παλαμάς ήταν μία ηγετική φυσιογνωμία για τη ποίηση και εμφανίστηκε με την γενιά του 1880. Μία γενιά ποιητών οι οποίοι, επηρεασμένοι από τον παρνασσισμό, αντιμετώπιζαν τα κοινωνικά και καθημερινά προβλήματα με μεγαλύτερο ρεαλισμό και με μία τάση επιστροφής στην ελληνική παράδοση. Βέβαια, ο Παλαμάς, παρά τη κοινή τους εμφάνιση, διδάχτηκε αλλά δεν ακολούθησε καμία σχολή και κανένα κίνημα.[1]

Μεγάλη επίδραση δέχτηκε από το κίνημα των συμβολιστών, παρά την αντίθετη δήλωση του ίδιου. Ο γαλλικός συμβολισμός μετέδωσε στους Έλληνες ποιητές δύο βασικές αρχές:
Να προσελκύουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη υπαινικτικά και έμμεσα προς υπερβατικές Ιδέες, και
Αφού ο ποιητής είναι αυτός που προβάλλει το όραμα της υπερβατικής Ιδέας, να θεωρεί τη πραγματικότητα μελαγχολικό, απελπιστικό και ταπεινό τόπο.[2]

Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε σε αυτό το σημείο τις επιρροές που δέχτηκε ο Παλαμάς από τη φιλοσοφία του Νίτσε και τις επιρροές που δέχτηκε από τον σοσιαλισμό, χαρακτηριστικό της μεγάλης δεκτικότητας που είχε στις νέες ιδέες.[3]

Ο Παλαμάς λοιπόν δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος λογοτέχνης αλλά και ένας άνθρωπος με έντονη κοινωνική συνείδηση. Για τον Παλαμά, η Ελλάδα που ταλανίζεται εκείνη την εποχή από μία σειρά ζυμώσεων, δεν είναι αποκομμένη από το έργο του αλλά συμπεριλαμβάνεται σε αυτό και ο ίδιος εμπνέεται από την πατρίδα του.

Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που εκτός από τα βιογραφικά στοιχεία του ποιητή, θα αναφερθούμε και στο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο της εποχής που γράφτηκε το ποίημα «Ο πιο τρανός καημός μου», του οποίου η ανάλυση είναι και το κύριο θέμα της μελέτης μας.

Με αυτό τον τρόπο θα αναδειχθούν και οι κοινωνικές επιδράσεις που είχε δεχτεί ο ποιητής καθώς και πως αυτές επηρέασαν το έργο του και τη θεματολογία του καθώς και τη στάση που είχε ο ίδιος.

1. Βιογραφικά στοιχεία

Ο Κωστής Παλαμάς, γεννημένος στις 13 Ιανουαρίου 1859 στη Πάτρα, προερχόταν από μία μεσολογγίτικη οικογένεια με πολλούς αγωνιστές, κληρικούς και διδασκάλους. Στην ηλικία των 15 με 16, πήγε στο Μεσολόγγι, αφού είχε ήδη χάσει τους γονείς του από την ηλικία των έξι ετών, και αφοσιώθηκε ιδιαίτερα στο γράψιμο στίχων, κάτι που είχε αρχίσει ήδη από τα εννέα του χρόνια.

Στο Μεσολόγγι τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο και το 1875 πήγε στην Αθήνα για να φοιτήσει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών την οποία όμως δεν τελείωσε λόγω της μεγάλης του αγάπης για τη ποίηση και τα γράμματα γενικότερα. Εγκαταλείποντας τη σχολή αρχίζει να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά και το 1886 αρχίζει να εκδίδει τα ποιήματα. Ένα χρόνο αργότερα, στις 27 Δεκεμβρίου 1887, παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη, με την οποία έκανε τρία παιδιά.

Ο θάνατος του ήρθε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943, σαράντα ημέρες μετά το θάνατο της γυναίκας του. Η κηδεία του αποτέλεσε ιστορικό γεγονός αφού μετατράπηκε σε αντιστασιακή πράξη λόγω του ότι χιλιάδες κόσμου τον ακολούθησε μέχρι το νεκροταφείο ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο υπό το βλέμμα των κατάπληκτων και εμβρόντητων Γερμανών κατακτητών. Η αντιστασιακή πράξη αυτή κορυφώθηκε όταν κατέβαινε το φέρετρο του ποιητή στο τάφο και ο Άγγελος Σικελιανός χαιρετώντας τον είπε: «…Ηχήστε οι σάλπιγγες… / καμπάνες βροντερές / δονήστε σύγκορμη τη χώρα / πέρα ως πέρα… Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
……………………………………………………………………..
Σημαίες της λευτεριάς, ξεδιπλωθείτε!»[4]

Το ποιητικό έργο του Κωστή Παλαμά είναι:
Τραγούδια της πατρίδος μου (1886)
Ύμνος εις την Αθηνάν (1889)
Τα μάτια της ψυχής μου (1892)
Ίαμβοι και ανάπαιστοι (1897)
Τάφος (1898)
Οι χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης (1900)
Η ασάλευτη ζωή (1904)
Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907)
Η φλογέρα του Βασιλιά (1910)
Οι καημοί της λιμνοθάλασσας (1912)
Σατιρικά Γυμνάσματα (1912)
Η πολιτεία και η μοναξιά (1912)
Βωμοί (1915)
Τα παράκαιρα (1919)
Τα δεκατετράστιχα (1919)
Οι πεντασύλλαβοι- Τα παθητικά κρυφομιλήματα- Οι λύκοι- Δυό λουλούδια από τα ξένα (1925)
Δειλοί και σκληροί στίχοι (1928)
Ο κύκλος των τετράστιχων (1929)
Περάσματα και χαιρετισμοί (1931)
Οι νύχτες του Φήμιου (1935)
Βραδινή φωτιά (1944, μεταθανάτια έκδοση επιμελημένη από τον γιό του Λέανδρο).[5]

2. To κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο της εποχής

Το κύριο στοιχείο της εποχής ήταν η αντίδραση των πολιτικών δυνάμεων της Ελλάδας που ανήκαν στον προοδευτικό χώρο.

Στο οικονομικό επίπεδο η κατάσταση ήταν άθλια. Οι κατώτερες οικονομικά τάξεις είχαν φτάσει σε σημείο απορίας, κυρίως από νέες φορολογίες, όπως η αύξηση του δασμού του σταριού το 1905. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1903 ο κάθε Έλληνας φορολογούταν με 49 χρυσές δραχμές ετησίως. Τα ¾ αυτών των χρημάτων πήγαιναν υπέρ πατριωτικών σκοπών.[6]

Αυτή η οικονομική κατάσταση μεγάλωσε ακόμα περισσότερο το χάσμα μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, και το ζητούμενο της κάθε μίας. Οι πλουτοκράτες ήθελαν ακόμα περισσότερα, και οι αστοί είχαν συμμαχήσει με την εργατική τάξη με σκοπό τη διατήρηση τους, ενώ οι εργάτες μέσω αυτής της συμμαχίας επεδίωκαν την ανατροπή.

Οι αστοί της Ελλάδος, το 1907 είχαν φτάσει περίπου το μισό εκατομμύριο. Παρατηρήθηκε επίσης μία μεγάλη κινητικότητα αναφορικά με την οργάνωση και τη συγκρότηση συλλόγων, επιμελητηρίων, ενώσεων, σωματείων καθώς επίσης, και αγροτική κίνηση εξαιτίας της κρίσης της σταφίδας (1898-1906) και της εξέγερσης των Θεσσαλών ακτημόνων (1905-1910).[7]

Η αστική τάξη άρχισε να προωθείται ιδιαίτερα μετά το 1906 όπου η εξάπλωση της ναυτιλίας, η ύψωση της δραχμής και άλλοι λόγοι, θα προσδώσουν σε αυτή ταξική συνείδηση με μόνο σκοπό την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Προς αυτή τη κατεύθυνση είναι επικεφαλείς οι συντεχνίες Αθήνας και Πειραιά. Το 1909 με υπομνήματα και συλλαλητήρια, αρχίζουν οι αντικυβερνητικές τους διαμαρτυρίες και παράλληλα έχουν αρχίσει να ξεσηκώνονται και οι εργάτες. Ένα μήνα μετά το Γουδί, για το οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω, η κατάσταση δεν είχε αλλάξει ιδιαίτερα και τα συλλαλητήρια συνεχίζονταν.

Στις 14 Σεπτεμβρίου 1909, πενήντα χιλιάδες πολίτες συγκεντρώθηκαν ζητώντας τη κατάργηση της ολιγαρχίας επιδίδοντας ένα ψήφισμα καθαρά επαναστατικό, το οποίο ανέφερε: «Ο λαός των Αθηνών και Πειραιώς συνήλθεν εις πάνδημον συλλαλητήριον διότι βλέπει ότι τα έννομα συμφέροντα του εθυσιάσθησαν υπό το ευρπόσωπον κάλυμμα ελευθέρου πολιτεύματος, οι δε αντιπρόσωποι του μετεβλήθησαν εις ιδιοτελή ολιγαρχίαν».[8]

Οι απαιτήσεις του συλλαλητηρίου ήταν:
Να επιβληθεί φόρος επί του εισοδήματος
Να προστατευθεί η παραγωγή
Να μεταβληθούν οι υπάλληλοι σε υπηρέτες του λαού
Να βελτιωθεί η τύχη των εργατών
Να χαρακτηριστεί η τοκογλυφία, ποινικό αδίκημα.[9]

Λίγο πριν το Γουδί, εμφανίστηκαν οι «Κοινωνιολόγοι», μία νέα ομάδα επιστημόνων, με προοδευτικές τάσεις, σπουδασμένων στο εξωτερικό, οι οποίοι ανέφεραν στο πρόγραμμα τους: «Τα υπάρχοντα προσωπικά κόμματα τα διαδεχόμενα άλληλα εκ περιτροπής εις την αρχήν, έχουν καταντήσει πειθήνια όργανα των συμφερόντων της κατεχούσης τα μέσα της παραγωγής τάξεως, ιδίως των εις διαφόρους εταιρίας συνησπισμένων κεφαλαιούχων, οίτινες, χωρίς να έχουν καμμίαν πολιτικήν ικανότητα κυβερνούν είτε αμέσως, είτε εμμέσως τον τόπον».[10]

Το 1905 εκδηλώθηκε το κίνημα του Θερίσου στη Κρήτη και το 1908 στη Τουρκία έγινε η επικράτηση των Νεότουρκων, γεγονότα με αντίκτυπο στην Ελλάδα όπου το 1909 εκδηλώθηκε το κίνημα στο Γουδί, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα που προκλήθηκε από την αγανάκτηση για την εξαθλίωση του λαού.

Οι πιο πολλοί από αυτούς που το πραγματοποίησαν, κατώτεροι αξιωματικοί, φαντάροι, χωροφύλακες, ναύτες και λαός, είχαν αγνές και τίμιες προθέσεις και ζητούσαν λύσεις στα προβλήματα τους. Το πρόβλημα δεν ήταν στη βάση του κινήματος αλλά στη κορυφή του αφού αυτοί που βρίσκονταν σε αυτή δεν συμφωνούσαν πάντα με τα αιτήματα και τα ζητούμενα του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αρχηγός της επανάστασης συνταγματάρχης Ζορμπάς, ήταν τόσο «επαναστάτης» που δήλωνε κατά τη διάρκεια της: «Ποτέ μου δεν αμφέβαλον ότι αι επαναστάσεις κατά το μάλλον ή ήττον ομοιάζουν προς ακαθάρτους επιχειρήσεις!!!».[11]

Βλέποντας ο επαναστατημένος στρατός και ο λαός ότι η ηγεσία της επανάστασης είχε συμβιβαστικές τάσεις, αντέδρασε, με αποτέλεσμα κρούσματα αξιωματικών μέσα στους κόλπους της επανάστασης που θεωρήθηκαν «απειθαρχία» από την Επαναστατική Επιτροπή, πατάχθηκαν χωρίς κανένα οίκτο και οι «απείθαρχοι» διώχτηκαν από το κίνημα και φυλακίστηκαν. Μία παρόμοια στάση του ναυτικού αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο τρόπο.[12]

Οι λαϊκές μάζες που στην αρχή της επανάστασης την είχαν ακολουθήσει μ’ ενθουσιασμό, ζήτησαν Συντακτική Συνέλευση η οποία θα ψήφιζε ένα νέο Σύνταγμα, δημοκρατικό το οποίο θα επέφερε ριζικές αλλαγές. Για να το καταφέρουν αυτό θεωρούσαν ότι το κατάλληλο άτομο ήταν ο γνωστός για την επαναστατική του δράση, Ελευθέριος Βενιζέλος ο οποίος όμως δεν ήταν σύμφωνος. Ο Βενιζέλος ζήτησε και πέτυχε τη συγκρότηση μίας Αναθεωρητικής Βουλής (Συνέλευσης», που το μόνο της έργο ήταν κάποιες καθαρά επιφανειακές τροποποιήσεις του Συντάγματος και κάποιες αλλαγές σε άρθρα του Συντάγματος, χωρίς καμία ουσία, θέλοντας να ηρεμήσει τα επαναστατικά στρώματα χωρίς όμως να διακινδυνεύει να ενοχλήσει τις ολιγαρχικές δυνάμεις.[13]

Οι δυνάμεις, οικονομικές και πολιτικές, των οποίων εναντίον είχε στραφεί το Γουδί, ανακουφίστηκαν, από τη τόσο βολική γι’ αυτούς εξέλιξη του επαναστατικού κινήματος. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του Ασπρέα, συγγραφέα της εποχής, για τα ιστορικά γεγονότα της εποχής: «Κατά την ανάθεσιν το πρώτον της Κυβερνήσεως υπό του Βασιλέως Γεωργίου Α΄ εις τον Ελ. Βενιζέλον (6 Οκτωβρίου 1910), ο Στ. Σκουλούδης εζήτησε να αποτρέψη τον Βασιλέα από του «σφάλματος εκείνου» ως το εχαρακτήρισεν αλλ’ ο Γεώργιος…..(δεν συμφώνησε, με την άποψη του Σκουλούδη)……Μετά τα συμβάντα του Ιανουαρίου 1911 ο Γεώργιος εύρε την ευκαιρίαν εις συνομιλίαν των να είπη προς τον Σκουλούδην: «Δεν σας το έλεγα εγώ; Μόνον ένας επαναστάτης μπορεί να καταβάλη μίαν επανάστασιν». Και ο Σκουλούδης, ως εβεβαίου, απήντησεν εις τον Βασιλέα: «Βεβαίως Μεγαλειότατε, αρκεί να αποβάλη και δι’ εαυτόν τας ανατρεπτικάς ροπάς».[14]

3. Ο πιο τρανός καημός μου

Το ποίημα του Κωστή Παλαμά Ο πιο τρανός καημός μου ανήκε στη ποιητική συλλογή Η πολιτεία και η μοναξιά (1912).

Ὁ πιο τρανός καημός μου

Τὴν ὥρα τὴν ὑπέρτατη ποὺ θὰ τὸ σβῇ τὸ φῶς μου
ἀγάλια-ἀγάλια ὁ θάνατος, ἕνας θὲ νὰ εἶν᾿ ἐμένα
ὁ πιὸ τρανὸς καημός μου.

Δὲ θὰ εἶν᾿ οἱ κούφιοι λογισμοί, τὰ χρόνια τὰ χαμένα,
τῆς φτώχειας ἡ ἔγνοια, τοῦ ἔρωτα ἡ ἀκοίμητη λαχτάρα,
μιὰ δίψα μέσ᾿ στὸ αἷμα μου, προγονικὴ κατάρα,
μήτε ἡ ζωή μου ἡ ἀδειανὴ συρμένη ἀπ᾿ τὸ μαγνήτη
πάντα τῆς Μούσας, μήτ᾿ ἐσύ, χιλιάκριβό μου σπίτι.

Ὁ πιὸ τρανὸς καημός μου
θὰ εἶναι πῶς δὲ δυνήθηκα μ᾿ ἐσὲ νὰ ζήσω, ὦ πλάση,
πράσινη ἀπάνου στὰ βουνά, στὰ πέλαγα, στὰ δάση,
θὰ εἶναι πὼς δὲ χάρηκα σκυφτὸς μέσ᾿ στὰ βιβλία,
ὦ φύση, ὁλάκερη ζωή, κι ὁλάκερη σοφία![15]

Tο συγκεκριμένο ποίημα, αποτελεί έναν ύμνο στη φύση από τον ποιητή. Ως ύφος αλλά και θεματικά ανήκει στα ποιήματα που ο ίδιος ονομάζει, «ο λυρισμός του εμείς»4, τα οποία είναι επικές συνθέσεις. Σε αυτό το ποίημα είναι εμφανής η επίδραση του συμβολισμού αφού ο ποιητής αναφέρεται σε μία υπερβατική Ιδέα, αυτή της Φύσης.

Στο ποίημα ο Παλαμάς περιγράφει, μάλλον μέσα από προσωπικά βιώματα αφού αναφέρεται σε μία ζωή σκυφτός μέσα στα βιβλία οπότε μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι αναφέρεται στον εαυτό του, το παρελθόν και το μέλλον, τον θάνατο. Με το συνδυασμό αυτό, του παρελθόντος και του μέλλοντος, ανακαλεί το παρελθόν ως μνήμη και παράδοση ελληνική.7

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Παλαμάς στο ποίημα του είναι η δημοτική της οποίας εξάλλου ήταν και ένθερμος υποστηρικτής χωρίς να υπάρχουν σπάνιες ή ιδιωματικές λέξεις. Το ποίημα έχει επίσης ομοιοκαταληξία αλλά ελεύθερη και αποτελείται από λίγους στίχους.

Η φύση όπως την χρησιμοποιεί ο Παλαμάς δημιουργεί δύο θεματικά μοτίβα στο συγκεκριμένο ποίημα. Το πρώτο είναι η περιγραφή του δικού του, του προσωπικού του ψυχικού κόσμου μέσα από τη περιγραφή ενός εξωτερικού τοπίου, αυτού της φύσης. Μέσα από ένα μονόλογο, ο ποιητής προβάλλει τη ζωή που έζησε και που ήταν γεμάτη δύσκολες στιγμές και μοναξιά και την συγκρίνει με τη ζωή που θα μπορούσε να είχε ζήσει στο μεγαλειώδες περιβάλλον και τοπίο της φύσης.

Το δεύτερο θεματικό μοτίβο, είναι η τέχνη του σε συνδυασμό με τη φύση αφού η ενασχόληση του με τη ποίηση ήταν αυτή που δεν του επέτρεψε να ζει με τον τρόπο που αυτός ήθελε στη φύση παρά πέρασε τη ζωή του κλεισμένος σε εσωτερικούς χώρους διαβάζοντας και γράφοντας.

Το ποίημα είναι λυρικό και αυτό τονίζεται από τις περιγραφές που υπάρχουν οι οποίες συνθέτουν τον δυισμό του Παλαμά, στοιχείο γνώριμο της ποιητικής του.[16] Στο συγκεκριμένο ποίημα εκφράζεται μέσω της περιγραφής αντίθετων καταστάσεων οι οποίες τελικώς τονίζουν το μεγαλείο της φύσης.

Από τη μία λοιπόν ο ποιητής περιγράφει τη μοναχική ζωή που του επέβαλλε η ποίηση στην οποία όμως δεν μπορούσε και ο ίδιος να αντισταθεί αφού όπως αναφέρει η Μούσα του τον έσερνε με ένα μαγνήτη, και από την άλλη μία ζωή μέσα στη φύση, στα βουνά, τα πέλαγα και τα δάση, μία αντίθεση που σαφώς ευνοεί τη φύση.

Η φύση βέβαια για τον Παλαμά δεν αποτελεί απλώς ένα ωραίο τοπίο το οποίο θα του προσέφερε ηρεμία και γαλήνη. Έχει μία πιο δυναμική διάσταση αφού σε αυτή θεωρεί ο ποιητής ότι κρύβεται μία ζωή ολόκληρη αλλά και η σοφία που αυτός αναζητούσε στα βιβλία.

Το ποίημα αυτό αποτελεί στην ουσία το αντίτιμο που πλήρωσε ο Παλαμάς για το μέγεθος του. Μπορεί διανοητικά και λογοτεχνικά να μην ήταν αποκομμένος από τη κοινωνία αλλά αντίθετα να ήταν πλήρως συνδεδεμένος όπως διαφαίνεται και από το έργο του, αλλά η δική του ζωή ήταν μοναχική, σχεδόν ασκητική για να μπορέσει να δημιουργήσει τη ποίηση του.

Τη διατύπωση και τη περιγραφή του ασκητικού Παλαμά για τη δημιουργία της τέχνης του την έκανε καλύτερα ο Άγγελος Σικελιανός σε μία ομιλία του στον Παρνασσό το 1936 με θέμα Ο Παλαμάς ασκητής και μύστης. Για να μπορέσει να κατανοήσει τις θυσίες και τη μοναξιά που χαρακτήριζε τον Παλαμά ώστε να γεννήσει ένα τόσο μεγαλοπρεπές έργο τον αποκάλεσε «άγιο»:
«Ο Παλαμάς μόχθησε, έλπισε, αγάπησε, αιμάτωσε, αγωνίστηκε, ενίκησε, για μας. Ο Παλαμάς λοιπόν, είναι ένας άγιος».[17]

Το ποίημα Ο πιο τρανός καημός μου καταδεικνύει ότι όντως αυτή ήταν η ζωή του ποιητή. Χαμένα χρόνια, μέσα στη φτώχεια και μία ζωή άδεια χωρίς έρωτα και άλλες χαρές που προσφέρει η άνετη και ευτυχισμένη ζωή.

Στο ποίημα αυτό εκτός από το παράπονο του ποιητή φαίνεται να εκφράζεται και η απογοήτευση του αλλά παράλληλα και η έντονη σύνδεση με τη ποίηση του. Ο ίδιος θεωρεί ότι η φύση ήταν σε θέση να του προσφέρει και τη ζωή που δεν έζησε αλλά και την σοφία που αναζήτησε και κατέκτησε μέσω της μελέτης του. Ε

Εντούτοις, γνωρίζει και ο ίδιος πως δεν θα μπορούσε να πράξει αλλιώς αφού η ενασχόληση του με την ποίηση δεν ήταν επιλογή την οποία θα μπορούσε να έχει απορρίψει, αλλά «προγονική κατάρα» και ο μαγνήτης της Μούσας στα οποία δεν θα μπορούσε να έχει αντισταθεί.

Συμπέρασμα

Ο Κωστής Παλαμάς ήταν ένας ποιητής που το έργο του δεν ήταν μόνο λογοτεχνικό αλλά και κοινωνικό. Σε μία Ελλάδα που ανυψωνόταν μετά από μία λαϊκή επανάσταση συνέβαλλε και αυτός σε αυτή την ανύψωση αναλαμβάνοντας την ευθύνη του ως πνευματικό πρόσωπο. Δεν απομονώθηκε στη τέχνη του βρίσκοντας άλλοθι για τη μη συμμετοχή του αλλά συνείσφερε μέσω αυτής σε ένα βαθύτερο όραμα, μίας ανανεωμένης Ελλάδας.

Αυτή υμνεί και μέσω του ποιήματος του και πιο συγκεκριμένα την ελληνική φύση εκφράζοντας όμως παράλληλα το κόστος που πλήρωσε γι’ αυτή του την ενασχόληση, τη μοναξιά και τη δέσμευση της ζωής του στη ποίηση μην επιτρέποντας στον εαυτό του να γευτεί άλλες χαρές.

Το συγκεκριμένο ποίημα αποτελεί ένα συνδυασμό λυρικού και επικού, δραματικού αλλά και φιλοσοφικού. Μέσα σε λίγους στίχους ο ποιητής εκφράζει το μεγαλείο της φύσης αλλά και τον μοναχισμό της δικής του ζωής, μία πορεία προδιαγραμμένη από τη μοίρα όμως, μία ανθρώπινη θυσία σε κάτι πνευματικά μεγαλειώδες.

Βιβλιογραφία

[1] Beaton Roderick (1996), Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, σελ.120.

[2] Beaton Roderick (1996), Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, σελ.121.

[3] Beaton Roderick (1996), Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, σελ.122.

[4] Δασκαλάκη Παναγιώτα (2003), Ο Μεσολογγίτης Εθνικός μας Ποιητής, Ορθοδοξία- Ελληνισμός, 1/06, σελ.14-15.

[5] Δημαράς Κ.Θ. (1985), Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα, σελ.392-396.

[6] Παπαστεριόπουλος Ηλίας (1962), Κωστής Παλαμάς –Ένας επαναστάτης στον καιρό του, Αθήνα, σελ.138.

[7] Παπαστεριόπουλος Ηλίας (1962), Κωστής Παλαμάς –Ένας επαναστάτης στον καιρό του, Αθήνα, σελ.139.

[8] Παπαστεριόπουλος Ηλίας (1962), Κωστής Παλαμάς –Ένας επαναστάτης στον καιρό του, Αθήνα, σελ.139-140.

[9] Παπαστεριόπουλος Ηλίας (1962), Κωστής Παλαμάς –Ένας επαναστάτης στον καιρό του, Αθήνα, σελ.140.

[10] Παπαστεριόπουλος Ηλίας (1962), Κωστής Παλαμάς –Ένας επαναστάτης στον καιρό του, Αθήνα, σελ.140.

[11] Παπαστεριόπουλος Ηλίας (1962), Κωστής Παλαμάς –Ένας επαναστάτης στον καιρό του, Αθήνα, σελ.142-143.

[12] Παπαστεριόπουλος Ηλίας (1962), Κωστής Παλαμάς –Ένας επαναστάτης στον καιρό του, Αθήνα, σελ.143.

[13] Παπαστεριόπουλος Ηλίας (1962), Κωστής Παλαμάς –Ένας επαναστάτης στον καιρό του, Αθήνα, σελ.143.

[14] Παπαστεριόπουλος Ηλίας (1962), Κωστής Παλαμάς –Ένας επαναστάτης στον καιρό του, Αθήνα, σελ.143-144.

[15]http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/kwsths_palamas/poihmata.htm#Ο_ΠΙΟ_ΤΡΑΝΟΣ_ΚΑΗΜΟΣ_ΜΟΥ

4 Πολίτης Λίνος (2004), Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, σελ.193.

7 Beaton Roderick (1996), Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, σελ.204.

[16] Πολίτης Λίνος (2004), Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, σελ.192-193.

[17] Μαρμαρινού- Πολίτου Ελένη (2003), Ο Παλαμάς είναι ένας άγιος, Περιοδικό Καθημερινή, Επτά Ημέρες, Κυριακή 30/3, σελ.9.

Αθανάσιος Βλήτας – ath.vlitas@hotmail.com

http://antikleidi.com/library/biography/palamas/

Τετάρτη 12 Απριλίου 2017




                          


«Λουσμένη στο πάλλευκο φως του Ιονίου
 και διάφανη από τα διαμάντια της δροσιάς του μαΐστρου, ...
Αναπαμένη στα κρύσταλλα της λίμνης
και στου μεγάλου αυλακιού της τα νερά,
 καθρεφτίζει τις χαρές της και τις λύπες της,
 τους κρυφούς λυγμούς των σεισμών της
 και το βόγγο της δουλειάς της, 
                                                               .................                                                                          
η φτωχομάνα η Χώρα μας, η Λευκάδα.
Ο κρυφός καημός κάθε ξενιτεμένου Λευκαδίτη,
.....
Με λίγα από τα λόγια του αγαπημένου μας 
και αείμνηστου  Δήμου Μαλακάση
Η Ομάδα μας εύχεται σε όλους , 
με πολλές και ευλογημένες ευχές  από καρδιάς

Χρόνια  Πολλά  και  Καλή Ανάσταση !

Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

Ανδρέας Χ. Χριστοδουλίδης Της ψυχής μνημόνευση


siteadmin28 Μαρτίου 2017
Share 2


Φεύγει ένας μήνας που λείπει ανάμεσά μας ένα τέλειο κοινωνικό στοιχείο.
Ο , Γαμπρός Λευκαδίτης. Σύζυγος της Άννας Σταύρακα.

Φεύγει ένας μήνας που λείπει ανάμεσά μας ένα τέλειο κοινωνικό στοιχείο.
Ο Ανδρέας Χ Χριστοδουλίδης, Γαμπρός Λευκαδίτης. Σύζυγος της Άννας Σταύρακα

Έτσι ξαφνικά κι ανώριμα, έτσι σιγανά κι’ αθόρυβα, αρπάζει πίσω ο Θεός τους Αγγέλους που του ξέφυγαν κι’ έφθασαν στη Γη για να ομορφαίνουν την ζωή μας. Έτσι ανειδοποίητα και χωρίς προοίμιο έφυγε ο Αντρέας Χριστοδουλίδης.
Έτσι ανεπάντεχα και σιωπηλά η Μοίρα δεν άφησε να ξανανοίξουν απ’ τον γλυκό τον ύπνο τα μάτια μιας όμορφης ψυχής. Μιας σπάνιας αγνής φυσιογνωμίας, ενός σπουδαίου άντρα με την καρδιά και το καθαρό πνεύμα και την αγνότητα ενός παιδιού. Και χώρισε νωρίς ένα υποδειγματικό ζευγάρι. Χώρισαν ξαφνικά ένας γλυκός παππούς από το εγγονάκι που μόλις πρόλαβε να γνωρίσει. Την άξια σύντροφο της ζωής του Άννα Σταύρακα, που χάνει ένα δυσεύρετο Ταίρι.
H αγάπη του Αντρέα για τον άνθρωπο επεκτάθη και στον Αρχιτέκτονα. Τη προσωποποίησε στις κατασκευές του. Δεν έκτισε υπόγεια διαμερίσματα στα κτήρια που ανέβασε. Τα υπόγεια έγιναν χώροι στάθμευσης.
Δεν κατασκεύασε Ισόγεια. Αυτά έγιναν πυλωτές με παγκάκια να φιλοξενούν τους ηλικιωμένους και τα παιδάκια στον κήπο των κτηρίων, να μη βγαίνουν στους δρόμους. Οι εσωτερικοί χώροι ευχάριστοι και λειτουργικοί για την οικοδέσποινα.
Ο Αντρέας της καρδιάς μας. Έφυγε ξαφνικά ένα Ανθρωπινό σύμβολο Πτωχεύσαμε σε μιά νύχτα. Κι αφήνει πόνο βαθύ στην αγαπημένη του οικογένεια. Αυτή την ευλογημένη οικογένεια που μαζί με την Αννούλα του την έχτισαν σαν Αρχιτέκτονες και οι δυό στο επάγγελμα, με τα τελειότερα δομικά υλικά της ζωής και σύμπνοιας. Με αγάπη, στοργή και τρυφερότητα, με ανώτερο πνεύμα, με αρετή και φρόνηση, γονική μέριμνα μοναδική τα δυό του παιδιά, τον Χάρη και Νίτσα, τ’ αστέρια τ’ ουρανού τους.

Κομμάτι του κόσμου λαμπερό. Στόφα που δεν αγοράζεται με χρυσό γιατί ο ίδιος ήταν από διαμάντι Οικογενειάρχης υποδειγματικός. Κοινωνικό στέλεχος άψογο. Καρδιά που πάντα έμεινε αγνή και γλυκιά. Στοιχείο ενάρετο και ηθικό. Σεμνός σαν άνθρωπος και Επιστήμων.

Έν’ αστέρι της Κύπρου που προσγειώθηκε στην Αθήνα, για να ενωθεί με Λευκάδια κόρη αγαπημένης οικογένειας. Του γιατρού Σταύρακα και της αλησμόνητης Καθηγήτριάς μας, της μεγάλης Κυρίας Νίτσας Παπαδάκη.
Κάποιες γλυκές μνήμες από το αγαπημένο μου ζευγάρι. Αξίζει τον κόπο να τις αναφέρω σαν ιερό μνημόσυνο στην ψυχή του.
– Πώς γνώρισες την Άννα Αντρέα μου; –Πρώτη μέρα στο Πολυτεχνείο. Ανοίγει η πόρτα και μια καθυστερημένη και ντροπαλή φοιτήτρια μπαίνει μέσα. Η καρδιά μου πήδηξε. Ένα μελαχρινό μουτράκι ολοστρόγγυλο σηκώνει ένα βλέμμα γεμάτο απορία. Ψάχνει για θέση .Μόνο μια υπήρχε, δίπλα μου. Την κάλεσε η ψυχή μου και η καρδιά μου της φώναξε. Έλα μου! Έλα μου! Και ήρθε. Από τότε την άρπαξα κει δεν την άφησα να μου φύγει. Ο θεός της Ελλάδας μου την έστειλε για πάντα. Έτσι απλά, έτσι γλυκά ξεδιπλώθηκε μια όμορφη Ιστορία ευγενικών νέων που το πεπρωμένο τους είχε γραφτεί.

Η Άννα δεν έκανε γρήγορα παιδί. Ο Ανδρέας κάπως ανήσυχος. Ένα πρωινό με παίρνει τηλέφωνο καταχαρούμενος και συγκινημένος.
Καλημέρα Αντρέα μου…
— Κυρία Ελπίδα μας!! Είμεθα έγγυοι!! Και το μαθαίνεις πρώτη. Έτσι σαν παιδί περιέγραψε κι’ έζησε την δεύτερη μεγάλη χαρά της ζωής του.

Δεν έγινε Ανδρέα να βρεθώ στην συνοδεία την οδυνηρή. Δεν έγινε να φιλήσω μια φούχτα χώμα να το ρίξω στο σώμα σου το καθάριο Όμως η ψυχή και το πνεύμα μου ακουμπάνε στην ωραία καρδιά σου μια αγκαλιά ασπροκόκκινα τριαντάφυλλα σαν την ψυχή σου. Τον άρχοντα των ανέμων παρακαλώ να στέλνει δροσερή την αύρα του να δροσίζει το χώμα που θα σε σκεπάσει

Παρακαλώ τον ουρανό να ρίχνει βροχή απαλή να ξεδιψάς. Και τα πουλιά της Αττικής τα πιο καλλίφωνα να σε ξυπνούν κάθε πρωί με της Κύπρου και της Λευκάδας μοιρολόγια.

Δεν γίνεται να βρεθώ και στα Σαράντα σου, να αγκαλιάσω την ψυχή σου την ευλογημένη και την οικογένεια που τόσο τέλεια δημιουργήσατε με την Αννούλα σου.’ Όμως η καρδιά μας ανεβαίνει στην Αθήνα με τους αγαπημένους σου, κατεβαίνει και στον Άδη να ψάξει την πνοή σου την στερνή. Ας είναι η μνήμη σου αιώνια και το χώμα ελαφρύ.
Στην οικογένεια εύχομαι να δώσει ο Θεός παρηγοριά και πολύ ζωή για να τιμά επάξια την μνήμη του. ΑΜΗΝ

Ελπίδα Αργύρη Σάντα
http://aromalefkadas.gr/