Κωνσταντίνος Θεοτόκης – Πίστομα
Κ. Θεοτόκης
Πίστομα!
ΤΑΝ, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀναρχία πούχεν ἀνταριάσει τὸν τόπο δίνοντας εἰς ὅλα τὰ κακὰ στοιχεῖα τὸ ἐλεύτερο νὰ πράξουν κάθε λογῆς ἀνομία, ἡ τάξη εἶχε πάλε στερεωθεῖ κ’ εἶχε δοθεῖ ἀμνηστεία στοὺς κακούργους, τότες ἐπέστρεψαν τοῦτοι ἀπ’ τὰ βουνὰ κι ἀπὸ τὰ ξένα στὰ σπίτια τους, κι ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ποὺ ξαναρχόνταν ἐγύριζε στὸ χωριό του κι ὁ Μαγουλαδίτης Ἀντώνης Κουκουλιώτης.
Ἤτουν τότες ὣς σαράντα χρονῶν, κοντός, μαυριδερός, μ’ ὄμορφα πυκνὰ σγουρὰ γένια καὶ μὲ σγουρὰ τὰ μαῦρα μαλλιά. Τὸ πρόσωπό του εἶχε χάρη καὶ τὸ βλέμα του ἤτουν χαϊδευτικὸ καὶ ἥμερο – ἀγκαλὰ κι ἀντίφεγγε μὲ πράσινες ἀναλαμπές· τὸ στόμα του ὅμως ἤτουν μικρότατο καὶ κοντό, δίχως χείλια.
Ὁ ἄνθρωπος τοῦτος, πρὶν ἀκόμα ρεμπελέψει ὁ κόσμος, εἶχε παντρευτεῖ. Κι ὅταν πῆρε τῶν βουνῶν τὸ δρόμο, γιὰ τὸν φόβο τῆς ἐξουσίας, ἄφηκε τὴ γυναίκα του μόνη στὸ σπίτι, καὶ τούτη δὲν τοῦ ἐστάθη πιστή, ἀλλὰ μὲ ἄλλον, νομίζοντας ἴσως πὼς ὁ Κουκουλιώτης ἤτουν σκοτωμένος ἢ ἀλλιῶς πεθαμένος, εἶχε πιάσει ἔρωτα, κι ἀπ’ τὸν ἔρωτα τοῦτον εἶχε γεννηθεῖ παιδί, ποὺ ἄξαινεν ὡστόσο χαριτωμένα καὶ ποὺ ἡ γυναίκα περσότερο ἀγαποῦσε.
Ἐγύριζε λοιπὸν ὁ ληστὴς στὸ χωριό του τὴν ὥραν ὅπου βάφουν τὰ νερά. Κ’ ἐμπῆκε ξάφνου σπίτι του, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ προσμένει, ἐμπῆκε σὰ θανατικό, ἀναπάντεχα τέλεια, κ’ ἐκατατρόμαξεν ἡ ἄτυχη γυναίκα, ἐτρόμαξε τόσο, πού, παίρνοντας τὸ ξανθό της παιδὶ στὴν ἀγκαλιά, τόσφιγγε στὰ στήθια της τρεμάμενη, ἕτοιμη νὰ λιγοθυμήσει καὶ χωρὶς νὰ δύναται νὰ προφέρει λέξη καμιά.
Ἀλλὰ ὁ Κουκουλιώτης πικρὰ χαμογελώντας τῆς εἶπε:
— Μὴ φοβᾶσαι, γυναίκα. Δὲ σοῦ κάνω κανένα κακὸ – ἀγκαλὰ καὶ σοῦ πρέπει. Εἶναι τὸ παιδὶ τοῦτο δικό σου;… Ναί;… Μὰ ὄχι δικό μου! Μὲ ποιόν —λέγε! —τόχεις κάμει;
Τ’ ἀποκρίθη ἐκείνη λουχτουκιώντας:
— Ἀντώνη, τίποτε δὲν μπορῶ νὰ σοῦ κρύψω. Τὸ φταῖσμα μου εἶναι μεγάλο. Μὰ, τὸ ξέρω, κ’ ἡ ἐγδίκησή σου θάναι μεγάλη· κ’ εγὼ, ἀδύνατο μέρος, καὶ τὸ νήπιο τοῦτο, ποὺ ἀπὸ τὸ φόβο τρέμει, δὲ δυνόμαστε νὰ σ’ ἀντρειεφτοῦμε. Κοίτα πῶς ἡ τρομάρα μὲ κλονίζει καθὼς σὲ τηρῶ. Κάμε ἀπὸ μὲ ὅ τι θέλεις, μὰ λυπήσου τὸ ἄτυχο πλάσμα ποὺ δὲν ἔχει προστασία.
Καθὼς ἐμιλοῦσεν ἡ γυναίκα, ἐσκοτείνιαζεν ἡ ὄψη του, ἀλλὰ δὲν τὴν ἀντίκοβγε. Ἐσιώπασε λίγο κ’ ἔπειτα τῆς εἶπε:
— Γυναίκα κακή! Δὲ ρωτῶ τώρα, οὐδὲ συμβουλή σου, οὐδὲ σὲ λυποῦμαι. Τ’ ὄνομα ἐκείνου θέλω. Ἐσὲ δὲ θὰ πειράξω. Δὲ μολογᾶς το; Θὰ τὸ μάθω· τὸ χωριὸ ὅλο γνωρίζει μὲ ποιὸν ἐζοῦσες. Καὶ τότες θὰ θυσιάσω καὶ τοὺς τρεῖς σας, θὰ πλύνω τὴ ντροπὴ πόχω λάβει ἀπὸ σᾶς, πλάσματα ἄτιμα!
Ἐμολόησε.
Κι ὁ Κουκουλιώτης ἐβγῆκε ἀμέσως. Κι ἀφοῦ, ὕστερα ἀπὸ ὥρα, ξαναμπῆκε στὸ σπίτι, ἔβρηκε τὴ γυναίκα του στὸν ἴδιον τόπο, ἀσάλεφτη, μὲ τ’ ἀποκοιμισμένο τέκνο στὴν ἀγκάλη· τὸν ἀναντράνιζε. Μὰ αὐτὸς ἐξαπλώθη καταγῆς καί, σὰ χορτάτος, ἐκοιμήθη ὕπνον βαθὺν ὣς τὸ ξημέρωμα.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν, ἀφοῦ ἐξύπνησαν, τῆς εἶπε:
— Θὰ πᾶμε στὰ χτήματά μας νὰ ἰδῶ μὴ καὶ κεῖνα μούχουν ἁρπάξει, καθὼς μοῦχε πάρει καὶ σὲ ὁ σκοτωμένος.
—Τὸν σκότωσες;
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ ἥλιος δὲν ἐφάνη στὴν ἀνατολή, γιατὶ ὁ οὐρανὸς ἤτουν γνέφια γεμάτος καὶ τὸ φῶς μετὰ βίας ἐπλήθαινε.
Κι ὁ Κουκουλιώτης, βάνοντας φτιάρι καὶ τσαπὶ στὸν ὧμο, ἐδιάταξε τὴ γυναίκα νὰ τὸν ἀκολουθήσει μαζὶ μὲ τὸ παιδί της. Κ’ ἔτσι ἐβγῆκαν κ’ οἱ τρεῖς ἀπὸ τὸ σπίτι.
Καὶ φτάνοντας εἰς τὸ χωράφι, ποὺ ἤτουν πολὺ νοτερὸ ἀκόμη ἀπὸ τὴν προτητερινὴ βροχὴ, ὁ ληστὴς ἐβάλθη νὰ σκάψει λάκκο.
Δὲν ἐπρόφερνε λέξη καὶ τὸ πρόσωπό του ἤτουν χλομό, καὶ ὁ ἱδρώς, ποὺ ἔβρεχε τὸ μέτωπό του, ἔβγαινε κρύος. Τὸ σταχτὶ φῶς, ποὺ ἔπεφτε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἐχρωμάτιζε παράξενα τὸν τόπο· τὸ χινόπωρο τὴν αὐγὴν ἐκείνην ἔλεγεν ὅλη του τὴ θλίψη.
Ἡ γυναίκα ἐκοίταζε περίεργη κι ἀνήσυχη, καὶ τὸ παιδάκι ἐπαιχνιδοῦσε μὲ τὰ γουλιὰ καὶ μὲ τὰ χώματα ποὺ ἀνάσκαφτεν ὁ κακοῦργος. Κ’ ἐφάνη γιὰ μιὰ στιγμὴν ὁ ἥλιος κ’ ἐχρύσωσε τὰ ξανθὰ μαλλιὰ τοῦ νήπιου, ποὺ ἀγγελικὰ χαμογέλασε.
Κι ὡστόσο ὁ λάκκος ἤτουν ἕτοιμος. Κι ὁ Κουκουλιώτης, ἀκουμπώντας στὸ φτιάρι, εἶπε τῆς γυναικός του:
— Βάλ’ το πίστομα μέσα!
====================
Πηγή: Ρένου Ἡρακλῆ Ἀποστολίδη, Ἀνθολογία τῆς Νεοελληνικῆς Γραμματείας, Το Διήγημα ἀπό τὶς ἀρχές του στὸν 19ο αἰῶνα ὣς τὶς μέρες μας, Α’ τόμος, Τὰ Νέα Ἑλληνικά, Ἀθῆναι χ.χ. [α΄ δημοσίευση περ. Τέχνη, 1898-9].
Κωνσταντίνος Θεοτόκης (Κέρκυρα, 1872-1923). Πεζογράφος, ἐκπρόσωπος τῆς ἑπτανησιακῆς σχολῆς, σπούδασε Φυσικομαθηματικὰ στὴν Σορβόνη καὶ Κοινωνιολογία καὶ Φιλοσοφία στὸ Μόναχο. Ἀσχολήθηκε μὲ τὴ μετάφραση, ὑπέρμαχος τοῦ δημοτικισμοῦ καὶ πρωτεργάτης τοῦ κοινωνικοῦ μυθιστορήματος. Ξεχωρίζουν τὰ ἔργα του: Ὁ κατάδικος, Ἡ τιμή καὶ τὸ χρῆμα.
=================================
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το Πίστομα[1] αφαιρετικό διήγημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη από τα Διηγήματα "Kορφιάτικες ιστορίες"[2], εντάσσεται λογοτεχνικά στο είδος της «ρεαλιστικής αγροτικής» ηθογραφίας. Ιδιαίτερα πλούσιο σε δομικά στοιχεία, θα μπορούσε κάλλιστα να αναπτυχθεί πολύ περισσότερο ως προς την έκτασή του, αλλά είναι εμφανές ότι ο συγγραφέας προτίμησε αφενός την αφαίρεση, αφετέρου τη συμπύκνωση ιδεών σε πολύ λιτές εκφράσεις πλήρεις νοημάτων. Προκειμένου, λοιπόν, να αναζητήσει και να κατανοήσει ο αναγνώστης τα νατουραλιστικά χαρακτηριστικά του, χρειάζεται καταγράψει τα δομικά του στοιχεία.
Δομικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα στοιχεία που δομούν το συγκεκριμένο διήγημα ― αφανή και εμφανή ― είναι οι χαρακτήρες του, το περιβάλλον, συγκεκριμένες αναφορές σε ήθη, η ματιά ή η στάση του συγγραφέα απέναντι στα γεγονότα που αφηγείται, οι ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές ή πιέσεις της εποχής στην οποία γράφτηκε, τα στοιχεία, εν τέλει, που συνθέτουν την προσωπικότητα του συγγραφέα.
Χαρακτήρες του έργου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι χαρακτήρες του έργου είναι τρεις. Ο Αντώνιος Βραχνός ή Κουκουλιώτης[3], η γυναίκα του και το παιδί της, καρπός άνομης ερωτικής συνεύρεσης. Ο Κουκουλιώτης είναι το κέντρο βάρους στην πυκνή αφηγηματική τεχνική του Θεοτόκη. Περιγράφεται άλλοτε ως νιτσεϊκός χαρακτήρας[4] ή απλά μια τραγική φυσιογνωμία που τη λούζει κρύος ίδρος και χλωμιάζει μπρος στο επερχόμενο συμβάν. Αν ένα διήγημα συμπυκνώνεται στον τίτλο του, τότε ο τίτλος αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον σε μια τέτοια αναζήτηση, καθώς η λέξη πίστομα, δηλαδή μπρούμυτα, είναι η κύρια ιδέα πίσω από την έννοια της τιμωρίας.
Το κεντρικό σημείο της αφήγησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Κουκουλιώτης δεν προβαίνει ο ίδιος στην πράξη. Επιβάλλει στη γυναίκα του να το κάνει και μάλιστα τοποθετώντας το παιδί μπρούμυτα. Τούτη η ταφική πρακτική έχει πανάρχαιες ρίζες και ως επί το πλείστον χαρακτηρίζεται ως πράξη τιμωρίας[5]. Στη χριστιανική ταφική πρακτική το σώμα πρέπει να θάβεται με την όψη του προσώπου να ατενίζει τον ουρανό, προκειμένου να συμμετέχει εις ανάστασιν νεκρών[6]. Από αυτή την άποψη ενδεχομένως ο Κουκουλιώτης δίκαια χαρακτηρίζεται ως νιτσεϊκός χαρακτήρας, αν και η ίδια η έννοια του υπερανθρώπου συνεπάγεται την ιδέα της τραγικότητας.
Ερμηνείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η προσπάθεια για ανάλυση των δομικών στοιχείων του διηγήματος οδηγεί σε διαφορετικά και βαθύτερα επίπεδα ερμηνείας, στα οποία εντοπίζεται η διάσταση ανάμεσα στο εθιμικό και το κανονικό δίκαιο. Το έθιμο της οικογενειακής τιμής απαιτεί να χαθεί ο παράνομος σπόρος, και από αυτή την άποψη ο Κουκουλιώτης δεν υπερβαίνει το εθιμικό δίκαιο, αλλά γίνεται θύμα του, ερχόμενος σε διάσταση με τον νόμο της πολιτείας, αλλάζοντας και την οπτική μας στο ρεαλιστικό πορτραίτο που χαράζει με ελληνιστική μαεστρία ο Κ. Θεοτόκης[7].
Εδώ, επίσης, βρίσκουν την έκφρασή τους οι αναζητήσεις των νατουραλιστών για την κτηνώδη φύση του ανθρώπου, που εκδηλώνεται πιθανώς κάτω από κάποιες συγκεκριμένες κοινωνικές ή βιολογικές πιέσεις. Στην προκειμένη περίπτωση οι πιέσεις είναι και κοινωνικές και βιολογικές. Η κοινωνική πίεση έρχεται από τα έθιμα που απαγορεύουν τις άνομες σχέσεις και η βιολογική πίεση από την φυσική και ψυχική άρνηση του ξένου καρπού. Αυτού του είδους οι βιολογικές επισημάνσεις από τις πρωτόγονες ήδη κοινωνίες διαμόρφωσαν ένα status άρνησης σε νόθους απόγονους μιας φυλετικής δομής που στηριζόταν στην εξ αίματος συγγένεια[8]. Η ίδια βιολογική σχέση με αντίθετο προσανατολισμό, όμως, παρατηρείται στο δεύτερο πρόσωπο, τη μητέρα και σύζυγο του Κουκουλιώτη και στη σχέση της με το παιδί της. Δε ζητά την επιείκεια για τον εαυτό της αλλά για το παιδί, και τούτος είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο τολμά να αντικρούσει την οργή του συζύγου της.
Ο συγγραφέας περιγράφει, αλλά αποστασιοποιείται με τον τρόπο που αποστασιοποιούνται και παρατηρούν οι νατουραλιστές. Μένει βουβός μπρος στο δράμα που εκτυλίσσεται. Μόνον έμμεσα μπορεί να του αποσπάσει κανείς απόψεις για τα πρόσωπα της ιστορίας του. Μικρές λεπτομέρειες που κρύβουν οι ρομαντικές πινελιές στην κατά τα άλλα ρεαλιστική του αφήγηση. Ο ήλιος που χρυσώνει το πρόσωπο του παιδιού και το παιχνίδι του με τα χώματα στην ύστατη στιγμή είναι μια μεστή νοήματος απόδοση της παιδικής αθωότητας. Το πορτραίτο του Κουκουλιώτη, επίσης, αποδίδει φυσιογνωμικά ένα χαρακτήρα που κρύβει στα μάτια του την οργισμένη βιαιότητα τονισμένη με πράσινες λάμψεις στα μάτια του και τα σμιχτά χείλη της ανθρώπινης κακίας. Ως άνθρωπος ο Κ. Θεοτόκης –ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος σε κοινωνικά θέματα της εποχής του[9]- έχει άποψη, ως συγγραφέας όμως παρατηρεί μεθοδολογικά το συμβάν να εκτυλίσσεται δίχως εμβόλιμες παρατηρήσεις. Αυτό είναι ίσως το μείζον νατουραλιστικό στοιχείο στο διήγημά του, όπως και η ανθρώπινη κτηνωδία, υποκινούμενη από κοινωνικά ή ατομικά πάθη.
Η Ελλάδα της εποχής του Κ. Θεοτόκη δεν είναι η βιομηχανική κοινωνία των χωρών της Δ. Ευρώπης αλλά είναι αστικοποιημένη στο βαθμό που η πόλη περιχαρακώνεται στα δικά της ήθη, αντιτιθέμενη συχνά στο ηθικό πλέγμα της αγροτικής κοινωνίας. Συνεπώς η ματιά του είναι ματιά ενός αστού και το περίγραμμα του έργου του εμφανώς επηρεάζεται από το αστικό ηθικό του υπόβαθρο, αν και η νατουραλιστική φύση του έργου τού απαγορεύει οποιουδήποτε είδους ηθική εμπλοκή[10].
http://www.lexigram.gr/
Λέξη: πίστομα, Ετυμολογία: [<ταπίστομα < τα επίστομα < ἐπίστομος < επί + στόμα] (Το μεγαλύτερο λεξικό Συνωνύμων - Αντιθέτων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου